ζερβοκουτάλα

ζερβοκουτάλα
solak

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ζερβοκουτάλα — η και ζερβοκουτάλας, ο (συν. ειρωνικά) αυτός που χρησιμοποιεί το αριστερό χέρι με ευκολία μεγαλύτερη απ ό,τι το δεξί …   Dictionary of Greek

  • ζερβοκουτάλας — ο βλ. ζερβοκουτάλα …   Dictionary of Greek

  • ζερβοκούταλος — ζερβοκούταλος, ο και ζερβοκουτάλα, η κοροϊδευτική ονομασία του ζερβοχέρη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”